|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово βοσκώ? — — αναλκής — πλάνο — πολιορκώ — αδαφόρετα — ποτέ — γαϊδουρόχορτο — εξεταστέους — απασχολημένος — άρνειος — γεροντοκρατία — θεμελιώτρια — εικονογράφηση — συνάθροιση — γραπώνω — καταξοδεύω — ξυλάκι — πετρελαϊκός — ανάψυξη — ασταλτος — λαχανίδα — γιακάς |
|||