Новогреческий словарь
βοσκώ
βοσκώ
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
βοσκώ
? —
#
(ново)греческий словарь
—
μονομανής
—
μηλιόνι
—
νικάω
—
κατάλυση
—
αδελφοποίηση
—
εξωκοινοβουλευτικός
—
ακιδοφόρος
—
μποστάνι
—
αφίπταμαι
—
χωματίζω
—
οπισθοχώρηση
—
εγκαλώ
—
αντιαρματικός
—
αβόλευτος
—
χίμετλον
—
οροπληροφορικός
—
απλοχωριά
—
ανδραγαθίζομαι
—
διαμοίραση
—
σύντηξη
—
δωρεάν
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,