|
прям., перен. рай #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово рай? — παράδεισος как с (ново)греческого переводится слово παράδεισος? — рай — χυλόπιττα — ξανθοτρίχης — κακογεννήτρα — καταλέγω — ημιμελία — ερίφης — κολοκυθοκορφάδες — τρωτό — ανισορροπία — μπατακτσηλίκι — αντίρραβδο — ευπεπτικός — οργίζομαι — ενθρόνιση — ανταλλάζω — ευχητικός — φυσιογνωμιστής — άκομπανιαρισμα — φαγγρί — προμήτωρ — δίδακτρα |
|||