|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αποδεικνυόμενος? — — γονατάω — προχώρηση — ανεπίδεχτος — ανύπνια — καταλαλώ — γλυκολεϊμονιά — πάλλευκος — γαιοκτησία — βεβαιώνομαι — φραγκοσταφυλιά — φαίνω — αστρακάν — αλατίζω — δοντάρα — μαρτίνι — μήλινος — ευτυχώς — ξυστά — βοτανοθεραπεία — ζωοχημεία — αμύριστος |
|||