|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μπεκροπίνω? — — εμπόδιο — αττικιστικός — μαντευτός — δενδροφύτευση — ρινοκοπώ — δακνομανία — Μαυρογιώργος — εξουσιάζω — μποτσάρισμα — εθνικότητα — γαργαλητό — ατομιστρια — κρέβατος — μαγιό — καβάλος — ομόνοια — ψιλοκομμένος — πουκαμισάς — πονοκέφαλος — αναπάπουλος — λιοβασίλεμα |
|||