|
недавний, свежий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово недавний? — σύνωρος как на (ново)греческом будет слово свежий? — σύνωρος как с (ново)греческого переводится слово σύνωρος? — недавний, свежий — γυναικομανής — καλαντίστρια — προϊδεάζω — δεκατετραετία — ψιλικατζήδικο — μπαχτσές — ένστρωση — σκολόπαξ — γλαυκόχρους — σοϊλούδικος — λαμπροφορία — αθλιότητης — φαγοκύτταρο — πλέμπα — αθεώρητος — πολυξοδιάστρια — καιροφυλακτώ — νεοθωμισμός — εξοφλήσιμος — παραμαζεύομαι — βυτιοποια |
|||