|
το пяльцы #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пяльцы? — γκεργκέφι как с (ново)греческого переводится слово γκεργκέφι? — пяльцы — Τετάρτη — προεμβάζω — παραφύλαξη — ύπερ- — τρίβολος — πολυγαλακτία — μελάνωση — βρυχηθμός — ετοιμοφόρτοτος — σπύριασμα — πρωθύστερα — χηλόποδα — ανεπίψογος — Μακεδόνας — συγγενολόγι — χαλιμά — υποταχτικός — χαμαλίκι — κεντρί — μεθυσιό — γρέμπανος |
|||