|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μερσί? — — σόλφεζ — χαρτοπαίζω — εμβρυογενής — μετάσταση — ρουθούνι — ελατός — συγκοινωνών — μαχαιράς — πολλαπλασιαστικός — αλετροπόδι — χασισοπότης — αλλαγμα — εγχειριστικός — πετρογραφία — βλεννορροϊκός — κυανωτικός — κτηριολογικός — υποβλέπω — κολβερτισμός — μηδενιστής — Γιουγκοσλάβα |
|||