μερσί

формы словаβ
μερσί



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово μερσί? —


σόλφεζχαρτοπαίζωεμβρυογενήςμετάστασηρουθούνιελατόςσυγκοινωνώνμαχαιράςπολλαπλασιαστικόςαλετροπόδιχασισοπότηςαλλαγμαεγχειριστικόςπετρογραφίαβλεννορροϊκόςκυανωτικόςκτηριολογικόςυποβλέπωκολβερτισμόςμηδενιστήςΓιουγκοσλάβα




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit