|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μακιγιαρισμένος? — — φακελοποείο — χλοάζω — αρρενοτοκία — γραβιά — θρυμματίζομαι — ζωγράφα — τουρλού — ευφλεκτότητα — επάρατος — σιρμαγιά — μελινίτις — αντιπαραθέτω — βεδούρα — αρνεύγω — ξυστρί — αναζωπυρώ — καπηλείον — ζαλίγκα — γάγγραινα — ψυχόρμητο — γωνιολάβος |
|||