|
το овчарка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово овчарка? — λυκόσκολλο как с (ново)греческого переводится слово λυκόσκολλο? — овчарка — τριακοστός — βουτυρίνη — χρηματοφυλάκιο — λατρόνι — εκκλησιαστικός — ευφωνία — λαιμόδεσμος — στενάχωρος — χιλιογραμμόμετρο — επικόλλημα — δασόφυτος — ληνοπατητής — κοντοφέρνω — αιμοθεραπεία — σχαστηρία — ευτόρνεοτος — ανευσεβάστως — μανδαρίνος — ανεμολόγος — μεθόρια — ατομισμός |
|||