|
το мед. ланцет #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ланцет? — φλεβοτόμον как с (ново)греческого переводится слово φλεβοτόμον? — ланцет — σκώπτης — Μαύρου — όνος — τρωγαλίζω — προσαρμοστικότητα — αχιλιά — μουλιάζω — ατσίμπητος — σακχαροειδής — παλιοπατσαβούρα — λογικό — γελοιώδης — γλυκοτρέμω — βροντώδης — κάθαρση — ερμηνεία — κιτροπαραγωγός — ψηφιδογραφία — μάδηση — μελάκι — χιτώνας |
|||