|
ο бот. паслён #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово паслён? — στρύχνος как с (ново)греческого переводится слово στρύχνος? — паслён — δαίδαλος — τζίντζερ — ζευγάριασμα — ταυτίζομαι — αλευθέρωτος — πουτσάρα — χοντρογούρουνο — χαβαρικό — καθορώ — τσιμπητός — συκοφαντικός — φυματίαση — καπνιστός — έλικα — πυρηνικός — βοτανολογω — φραμασόνος — μισογυνία — Ρωμιά — μοιρογνωμόνιο — θωρώ |
|||