|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово επιβεβαιωμένος? — — ουρανοβάμων — απομονώνομαι — κουμπαράς — απόπτυση — γελαστής — ημιυπόγειο — άσοφος — αγενής — μπέρι-μπέρι — δίπους — εύλογος — οντογένεια — ξανα- — αυτανάπτυξη — κομψευτής — ενσταβλισμός — τελματώνω — μαρκιωνία — κότσιαλο — ασπροκόκκινος — απόζεμα |
|||