επιβεβαιωμένος

формы словаβ
επιβεβαιωμένος



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово επιβεβαιωμένος? —


ουρανοβάμωναπομονώνομαικουμπαράςαπόπτυσηγελαστήςημιυπόγειοάσοφοςαγενήςμπέρι-μπέριδίπουςεύλογοςοντογένειαξανα-αυτανάπτυξηκομψευτήςενσταβλισμόςτελματώνωμαρκιωνίακότσιαλοασπροκόκκινοςαπόζεμα




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit