|
το мор. строп #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово строп? — σαμπάνι как с (ново)греческого переводится слово σαμπάνι? — строп — ευοδώνω — βελόνι — ανεξιστόρητος — γαστρονόμος — καργάρισμα — χαμούρα — έμπληση — μουδιασμένα — άφεριμ — παχούτσικος — γκαζομετρητής — καλαμαράκι — ατομοκίνητος — εξαχνώ — βωλοστροφία — εγωμανής — ψοχρόαιμος — χαραγματιά — ανολοκλήρωτο — ηλιοχρύσωμα — βλέμμα |
|||