|
ухудшаться; οι σχέσεις ~ονται — [phrase]отношения ухудшаются[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ухудшаться? — εκτραχύνομαι как с (ново)греческого переводится слово εκτραχύνομαι? — ухудшаться — απλώνομαι — αδικαιολόγητος — δέντρωνομαι — αὑαίνω — ξεκαρδιστικός — μαλάκας — μανιτάρι — γαλάζος — ραδιοναυτιλία — ρουφήχτρα — παστός — μετουσίωσις — ξεψυχώ — θράσεμα — μοσκοβολιά — παρακοιμάμαι — λασπομαχία — εξοικονόμηση — αστέγνωτος — χαριτολόγημα — αιμοδοσία |
|||