|
η удар топором #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово удар топором? — τσεκουριά как с (ново)греческого переводится слово τσεκουριά? — удар топором — βεράντα — μαργιολεύω — μεράκλωμα — καμπανιστός — μάλαξη — πιοτί — πρόδειπνο — αφειδής — ζοφώδης — ασπλάγχνος — ρωπογραφία — χτικιάρης — πέραμα — διάξονος — δώνω — μαλακτικός — μορτάκι — κλαδωτός — υπερκόπωση — μουσικοκριτικός — νεραϊδοπαίρνω |
|||