|
с.-х. прививать, окулировать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово прививать? — ενοφθαλμίζω как на (ново)греческом будет слово окулировать? — ενοφθαλμίζω как с (ново)греческого переводится слово ενοφθαλμίζω? — прививать, окулировать — επιστεφάνωση — ιουνιανά — περιέργεια — υποτριπλάσιος — ερασιτέχνης — καραγκιοζλίκι — κλανιάρης — ακτινοσκόπηση — υπερχαίρω — αρρωστιάρης — φώσφορος — ανασυντασσόμενος — ελαττωματίας — πολυηχής — ανασγυρίζω — ανωρίς — αποκρυφιολογία — δυσκολοπέραστος — ανθρακεργάτης — ενοικιοστάσιο — διμηνίτης |
|||