καπνιστ|ής

формы словаβ
καπνιστ|ής
ο курильщик



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово курильщик? — καπνιστής
как с (ново)греческого переводится слово καπνιστής? — курильщик


ουσιαστικοποίησηήθησιςρεύμα μετατόπισηςΚαναδόςπτυαλίνημαλογανιάαγοράστριαγλυίνημασκαρεμένοςμεσοφωνίαπαραμάναπροτεστάντισσασαρκολαβίδαμεταπλάθωπολωτικόςκατεπείγομαισυνασπιστικόςωμόςδιεστραμμένοςάνεγνοιοςμυρωμένος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit