|
το прям., перен. игрушка; игра; === είμαι ~ της μοίρας — быть игрушкой в руках судьбы #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово игрушка? — άθυρμα как на (ново)греческом будет слово игра? — άθυρμα как с (ново)греческого переводится слово άθυρμα? — игрушка, игра — αρμπακανέλλα — χυνόπωρο — κηπευτός — φώλι — βολά — εγκεφαλικότητα — αδράζω — ξεσκάλισμα — υποφορά — προτιμώ — κάρπισμα — μάτ — εξοφθαλμία — πίσω — ξεμπαρκάρω — αχρωματικός — σκανδαλιάρικος — άλαλος — πολύγλωσσος — νεοφερμένος — θρουβαλίζω |
|||