|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово στρογγυλοποιώ? — — θαλασσοπόρος — δίκροτον — διάφανος — ανανθώ — κοχλιοειδής — μπουκάρισμα — λεκιάζομαι — Ρώσος — ακτινοσκοπικός — δάσωση — αθήλαστος — γήρανση — αλιεία — έκχυση — βοηθητικά — ρέκασμα — συνασπίζομαι — καλπουζάνος — επείγων — αυτογνωσία — υατσίνθι |
|||