|
το ножка (стола, стула и т. п.); === έχω καλό (κακό) - — приносить удачу (неудачу) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ножка? — ποδαρικό как с (ново)греческого переводится слово ποδαρικό? — ножка — πτωματικός — δεκαεξαπλάσιος — κρυοπάγημα — ασπαστός — ελαφρολογώ — συγκόλληση — άυλος — λαθραλιεία — ακοπάνιστος — διορώ — φαίνω — ανάδευμα — άφθαι — πεισμάτωμα — προτεραίος — ίσαμε — χειροβολίδα — πετροχελίδονο — δέσιμο — διεβρώθην — αρχιτέκτονας |
|||