ποδαρικό

формы словаβ
ποδαρικό
το ножка (стола, стула и т. п.);

===
          έχω καλό (κακό) - — приносить удачу (неудачу)



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово ножка? — ποδαρικό
как с (ново)греческого переводится слово ποδαρικό? — ножка


πτωματικόςδεκαεξαπλάσιοςκρυοπάγημαασπαστόςελαφρολογώσυγκόλλησηάυλοςλαθραλιείαακοπάνιστοςδιορώφαίνωανάδευμαάφθαιπεισμάτωμαπροτεραίοςίσαμεχειροβολίδαπετροχελίδονοδέσιμοδιεβρώθηναρχιτέκτονας




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit