ενισχυτικός

формы словаβ
ενισχυτικός
усиливающий, укрепляющий



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово усиливающий? — ενισχυτικός
как на (ново)греческом будет слово укрепляющий? — ενισχυτικός
как с (ново)греческого переводится слово ενισχυτικός? — усиливающий, укрепляющий


οινοπνευματοποιόςβόμβααπαρουσίαστοςπεριγελαστικόςξεμυτώλίσταεθνογράφοςυπενοικίασηαδιενέργητοςτεχνολογικόςπέραμααστόχαστοςκαταποντίζωδράκαινααρριβιστικόςαξόνιοςξεδιάντροποςκουραστικόςβυθίζωγουλιανόςαντικόροφον




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit