|
усиливающий, укрепляющий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово усиливающий? — ενισχυτικός как на (ново)греческом будет слово укрепляющий? — ενισχυτικός как с (ново)греческого переводится слово ενισχυτικός? — усиливающий, укрепляющий — οινοπνευματοποιός — βόμβα — απαρουσίαστος — περιγελαστικός — ξεμυτώ — λίστα — εθνογράφος — υπενοικίαση — αδιενέργητος — τεχνολογικός — πέραμα — αστόχαστος — καταποντίζω — δράκαινα — αρριβιστικός — αξόνιος — ξεδιάντροπος — κουραστικός — βυθίζω — γουλιανός — αντικόροφον |
|||