|
(-ήρος) ο μασητήρας (μυς) жевательная мьннца; ~ οδούς — коренной зуб #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово жевательная мьннца? — μασητήρας как с (ново)греческого переводится слово μασητήρας? — жевательная мьннца — λαμπικάρισμα — επιρρηματικός — ρεμπετεύω — ασφάλιστος — καταγραφικός — εμφύσηση — γινατσιάρης — μακρολογία — ραδιοτηλεγραφικός — μακάκος — ενταλματίας — εριουργία — υδραργυρούχος — ψήνω — κορώνα — αποφοιτών — διαλαλητής — κινησιοθεραπευτικός — πατριδοκαπηλία — στραταρίζω — παχουλούτσικος |
|||