Новогреческий словарь
χωνευτικότητα
χωνευτικότητα
η 1)
удобоваримость
(пищи);
2)
плавкость
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
удобоваримость
? —
χωνευτικότητα
как на
(ново)греческом
будет слово
плавкость
? —
χωνευτικότητα
как с
(ново)греческого
переводится слово
χωνευτικότητα
? — удобоваримость, плавкость
#
(ново)греческий словарь
—
άσπιλος
—
χρωμολιθογραφία
—
αναμηρυκώμαι
—
τσούζω
—
προθεσμία
—
πρόσληψη
—
παιδομετρία
—
κυπαρισσόμηλο
—
πλευρόπονος
—
κατάβραχα
—
αλεξιβρόχιο
—
νευρώδης
—
μοδιστράδικο
—
εφαρμοστός
—
συζητητικά
—
υπογραμμισμός
—
τορπιλλισμός
—
πυοδερμία
—
εξαπλασίαση
—
δοθιήνωση
—
ενιαίος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве