|
лейка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лейка? — καταβρεκτήριον как с (ново)греческого переводится слово καταβρεκτήριον? — лейка — σπύριασμα — μεθάω — μοσχολιβανίζω — λοιμός — χειρισμός — θείο — τακουνάς — σεμνοτυφία — ρίχτω — σώνω — αγροτεμάχιο — έρβιον — παραπονιέμαι — κλωσσοπούλι — ξεσπόριασμα — γνέμα — επίρραμμα — αλύχτημα — τηλεπαθητικός — φακιρικός — μνησικακώ |
|||