αποκοιμιστικός

формы словаβ
αποκοιμιστικός



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово αποκοιμιστικός? —


αρχαϊστικόςμαρσίππιονλιάνωμαξεβιδώνομαιακαλαισθησίααπέθαντοςρετσινιάανέκφραστοςγκερίζιαψινθίαθηλυγονίαανεξάγνιστοςνερολεκέςεντελήςγούργουλαςπικροκαρδισμένοςσυνωνυμίασφυγμογράφοςΑμαζόναμακρότηταθαυμαστικός




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit