|
шутл. новогреческий; ~η γλώσσα — новогреческий язык #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово новогреческий? — ρωμαίϊκος как с (ново)греческого переводится слово ρωμαίϊκος? — новогреческий — καταδότρια — τοίχος — αιμοσταγής — κτιστός — μειοδοτικός — ασυμπτωτικός — κοτύλη — πυροτεχνικός — σιώπηση — ισόρροπος — αρματολικός — επισυναλλαγμοτική — κτηματικός — χόκεϋ — κουραδάκι — γλειφιτζούρι — ραδιογράφημα — γενιά — Μαυρίδης — χρυσόφτερος — πιεστός |
|||