|
(αόρ. απηυχήθην) желать(__,__) чтобы не случилось (__чего-л.__) плохого; αυτό τό ~ — [phrase]никому этого не желаю[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово желать, чтобы не случилось плохого? — απεύχομαι как с (ново)греческого переводится слово απεύχομαι? — желать, чтобы не случилось плохого — μελαγχολώ — αδρώς — αλλαξοθρησκεία — διακαής — τετραδικός — πεντήκοντα — σοσιαλιστής — προγραμματιστής — εμφαίνομαι — καραγκιοζάκι — τσιγκέλι — αμάχητο — συνετίζομαι — ανανταπάντητος — φλούδι — λύνομαι — συλλήβδην — υγιεινολογία — δασμός — φαρυγγίτιδα — αυτοπρόσκλητος |
|||