|
болеутоляющий, успокаивающий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово болеутоляющий? — ανταλγικός как на (ново)греческом будет слово успокаивающий? — ανταλγικός как с (ново)греческого переводится слово ανταλγικός? — болеутоляющий, успокаивающий — κόντης — αφαρπάζομαι — αχρωματοψία — προειδοποιούμαι — ύδρος — κινδυνεύω — θερμότητα — προγονολάτρης — ρακοπότης — συστηματοποιημένος — βερβελιά — βιομηχανοποιώ — σθένος — σπουδαιολόγημα — φτωχογειτονιά — καθυποχρεώνω — κικινέλαιο — αδιάρπαστος — σιγοντάρω — αταλος — ματεριαλιστής |
|||