|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово παρκάκι? — — μελία — αρριβισμός — σαμπί — καταλογισμός — εφευρετικός — αλογομούρης — θίνα — μυώδης — δημαρχεύω — μπατάκι — επενέργεια — μαζικώς — ευθυμολογία — τυρί — καταμοτώνω — ονομάζομαι — ομαδάρχης — αμπελουργική — κέλευσμα — βιολιστής — ανδρογυνισμός |
|||