|
ο торговый служащий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово торговый служащий? — εμπορούπάλληλος как с (ново)греческого переводится слово εμπορούπάλληλος? — торговый служащий — αραβοσιτοκαλλιέργεια — τσούξιμο — αποφασιστικά — επτάχρωμος — παρακμή — βαρβαρίζω — ενδοσκοπώ — γάβαλο — αμαξόδρομος — υποβολή — ενηλικότητα — καθηγήτρια — κατασκότεινος — φετεινός — δεκατετραέτης — αλγερινός — συνώνυμος — υπερμικροσκοπικός — καλλίφωνος — άγδαρτος — αδέλφωση |
|||