|
бегать на четвереньках #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бегать на четвереньках? — λαγοοδίζω как с (ново)греческого переводится слово λαγοοδίζω? — бегать на четвереньках — μελανάδα — προσιδιάζων — σφήνωση — ψιλορώτημα — γλυκοθώρητος — αποτυχημένος — γαβριάς — μετατάρσιος — βαθουλωτός — διαπαρθενεύω — ηφαιστειογενής — καστανόσουπα — φαντάρος — αυτοκυβέρνητος — μαγεύτρα — σταματάω — αναδυόμενος — δίπτυχο — σιβηρικός — ερεθιστόν — γαρλαύτης |
|||