|
το тесло #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово тесло? — σκέπαρνον как с (ново)греческого переводится слово σκέπαρνον? — тесло — ισόχρονος — πρωτοπλασματικός — αμμόνι — μεταβολίζω — γεφυρώνω — πόδιον — ταρτούφος — γανώνω — χόρταση — άνοσος — αφίπταμαι — υστερών — κράσις — δακτυλοδεικτούμενος — παραβράζω — ασπρολέλεκας — καταφρονώ — καρίνα — ανήλεος — αβαθμίδωτος — λυγερός |
|||