|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αναγορευμένος? — — απιδρομή — ξεθεμέλιωμα — καρποφθόρος — τσιμπολόγημα — ηλεκτροδιαγνωστική — ψιθυριστός — κισσοφούντωτος — αμπάριζα — λινοσέντονο — αποβίβαση — αρεσούμενος — αποσκιάζω — επωαστήρ — συγκατάθεση — νυχτώνομαι — αγιοποιώ — Μολδαυός — σπουδαία — άβρεκτος — εμπυρέας — κεραμάρης |
|||