|
туркофил #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово туркофил? — τουρκόφιλος как с (ново)греческого переводится слово τουρκόφιλος? — туркофил — αρχοντομαλάκας — Γιαπωνέζος — σήμα — ανοσιούργία — γαζί — ιδιοσυστασία — πετρόκαρδος — μισοβράζω — υπομνημάτιση — μελλοντολόγος — αρνόμαλλο — πηδηματιά — γερούλι — αββαείον — φλογερότητα — αυτόκλειστος — γαλατόπιττα — αμετασάλευτος — μαγνησία — καρρό — μπόσικα |
|||