|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово φαρμακόγλωσσος? — — αλβανόφωνος — μουγγρί — εγγλέζικα — φίλυπνος — εκμισθωτής — αστάρομα — αγαλλιάζω — διδακτήριο — δυσλεξικός — πρηνηδόν — μαστοριά — ισπανικός — ανερευνώ — ανικανοποίητο — ελεγκτήρας — ξαμολλιέμαι — εθνοποιώ — θερμίδα — κοιτάμενος — σκάσίλα — βασανισμένος |
|||