|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово φαρμακόγλωσσος? — — τλήμων — δεμοσιά — πετρόκαρδος — βαρύτιμος — ζουγκρανιά — αναχασμιέμαι — ερωτώ — πρόσφυση — κοπίς — εκτοξευτικός — μεταμέρεια — χουχουλιάζω — μόχθος — οργή — αλιάετος — κτερίσματα — βρυοειδής — ασχόλαστος — πασαένας — προφυλακιστέος — τσέπη |
|||