|
το (чаще мн.ч. ) кустарник #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кустарник? — χαμόκλαδο как с (ново)греческого переводится слово χαμόκλαδο? — кустарник — ανησυχαστικά — άκλωνος — χαζίρι — χοντρομπακάλης — κονσόρτιο — αυθεντικόν — επαργυρώνω — λιάνισμα — ανώτερος — οραματισμός — κλεπτομανία — πιεζόμετρο — φλαμουριά — εξερεθίζω — αραθυμώνω — αραδιαστά — καμηλωτή — δημηγορω — σμηνίας — ξέσκεπα — ξυλάλευρο |
|||