|
η бубен #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бубен? — γκρανκάσσα как с (ново)греческого переводится слово γκρανκάσσα? — бубен — αχυροκάλυβο — πυρορραγής — προπέτισσα — στανικώς — προεξοφλητός — σακκολέβα — συγκολλητής — καλωδίωση — εξαιρεμένος — τυπογραφω — αμφιετηρίδα — αλεξιβόρβορον — πασχαλιά — ανεξάτμιστος — ποιμενίς — καράβι — ανδρομίδα — τρελοπαρέα — διάνα — μοντεράτο — καβούρδισμα |
|||