|
ο прям., перен. канва #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово канва? — καμβάς как с (ново)греческого переводится слово καμβάς? — канва — μεταμοντέρνος — ξεφλουδισμένος — γκρεμίζω — μασονισμός — λενινικός — σωσίβιο — πικροκαρδίζω — τετραψήφιος — παλιομπεκρού — αυγοκόβω — κομπόδεμα — ημεδαπός — βρακίας — σπασμοφιλία — ανάλογος — αλογοτόμαρο — κουτσάβλος — μαυροπούλι — αναχασμιούμαι — δαντέλλα — φιλοτελικός |
|||