εδεήθην

формы словаβ
εδεήθην
αόρ. от δέομαι



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово εδεήθην? —


σουηδικόςβηχικάπίφφεροκείδημότιςάλογοαλυσιδώνωφιδογλωσσούεξάρτισηβουτυρικόςανάπαυλαελάσιμοςυπερβιταμίνωσηπανίσχυροςπαππούληςάρτεμαναστόχαρτοκουρουπιαστόςανασπογγίζωανορεξίαολολύζω




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit