Новогреческий словарь
εδεήθην
εδεήθην
αόρ. от δέομαι
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
εδεήθην
? —
#
(ново)греческий словарь
—
υποκοριστικός
—
φιδοσέρνομαι
—
γλωσσίτης
—
μιναδόρος
—
φωνοληψία
—
φουρνόφτυαρο
—
καρποφθόρος
—
κλώστρια
—
βλαβερός
—
ενενηκοντάκις
—
αυλακώτρα
—
ανεπίπλωτος
—
λαμπρύνω
—
αντιμωλία
—
λουμπάρδα
—
αχασμούρητος
—
πτωχός
—
ψώλα
—
γυρολόγος
—
Ιταλιάνα
—
παρακάτω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве