|
αόρ. от δέομαι #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово εδεήθην? — — σουηδικός — βηχικά — πίφφερο — κεί — δημότις — άλογο — αλυσιδώνω — φιδογλωσσού — εξάρτιση — βουτυρικός — ανάπαυλα — ελάσιμος — υπερβιταμίνωση — πανίσχυρος — παππούλης — άρτεμα — ναστόχαρτο — κουρουπιαστός — ανασπογγίζω — ανορεξία — ολολύζω |
|||