|
το плотная ткань (идущая на одежду и одеяла) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово плотная ткань? — δίμιτο как с (ново)греческого переводится слово δίμιτο? — плотная ткань — μοτός — συμμισακάτορας — λογοκόπος — νερουλάδα — καθολικότητα — φρικασσέ — αναβιωμένος — προανακρούω — αβολίδωτος — αχερο — κουκουές — γλάρα — ειδεμή — υδρόφοβος — βροντοφωνάζω — ψώλα — μετάγγισμός — κρώζω — μουσαμαδένιος — εντεραλγία — φορόσημο |
|||