|
ο анат. язычок #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово язычок? — σταφυλίτης как с (ново)греческого переводится слово σταφυλίτης? — язычок — αρχιψεύτης — επέρρωσα — ακατεδάφιστος — αυτογένεια — λαμπάδιασμα — νιστέρι — αδικοθανατισμένος — μαντείο — νέον — μωλώπισμα — καλησπερίζομαι — φθόγγος — πνίγομαι — πολυτονικός — εξαγωγή — κίβδηλος — κλώση — ρεμέντζο — σπάρτινος — ανασγυρίζω — παιδεία |
|||