|
слегка прикрывать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово слегка прикрывать? — αλαφροσκεπάζω как с (ново)греческого переводится слово αλαφροσκεπάζω? — слегка прикрывать — νετάρισμα — γιομόζω — λιθογραφώ — άραθα — δερβενάκι — αμερικανοκρατούμενος — επτάδυμος — βρέφος — ασυλλογιτία — χαντζαριά — γυναικείος — μουντζαλιάζω — τυπολάτρης — μυελικός — λυσίκομος — αποσχολάζω — Ιλλυριός — αγρός — αμπαλλάρισμα — πεντακόσια — διαδρομώ |
|||