Новогреческий словарь
αλαφροσκεπάζω
αλαφροσκεπάζω
слегка прикрывать
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
слегка прикрывать
? —
αλαφροσκεπάζω
как с
(ново)греческого
переводится слово
αλαφροσκεπάζω
? — слегка прикрывать
#
(ново)греческий словарь
—
ακανθωτός
—
ασύλλεκτος
—
πυριγενής
—
ευθυντήριος
—
ασυγκατάβατος
—
λουτρολόγος
—
ιλαρά
—
υφεκατόμετρο
—
ιχνογράφημα
—
ωόσφαιρα
—
ελικοπτεροφόρο
—
θάλπος
—
αντιαλκοολικός
—
εξυφαίνω
—
αχρειολόγος
—
ακτημοσύνη
—
τραγόπαπας
—
διαφυλαγμένος
—
ανασκελίζω
—
νευράξονας
—
έκνομος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве