|
η клещи, щипцы; === βγάζω μέ τήν ~ — клещами вытаскивать (из кого-л. - слова и т. п.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово клещи? — τανάλια как на (ново)греческом будет слово щипцы? — τανάλια как с (ново)греческого переводится слово τανάλια? — клещи, щипцы — καταμαρτυρία — παρετυμολογικώς — τάπα — εγχάραγμα — λωβιάζω — μονομερίτικος — τρίαρχος — ωκύπτερος — συνταξιοδοτούμαι — τρομπέτα — γδέρνω — απαστράπτων — χρηματοδοτικός — αντασθματικός — φραγκοσταφλιά — καρτερεύω — δίχειρος — εμπαικτικώς — βασίζομαι — στολίστρια — αποκάρωση |
|||