Новогреческий словарь
διώκησα
διώκησα
αόρ. от διοικώ
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
διώκησα
? —
#
(ново)греческий словарь
—
θειαφί
—
αποκλείω
—
ηλεκτρικός
—
ντεκωβίλ
—
πεντάωρο
—
μελάμπυρο
—
αποτελειώνω
—
φρουραρχείο
—
πινάκιο
—
εική
—
ζώσιμο
—
μανία
—
ψυχολάτρισσα
—
ματάρα
—
οστριασορόκος
—
γυφτοχαρατσής
—
αμελξη
—
ενδοπαράσιτο
—
ακάταρτος
—
δέρω
—
τροχόσπιτο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве