|
παθ. αόρ. от παίζω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово επαίχθην? — — κατατρυπάω — ανιχνευτής — οίκηση — αφειδώ — λοχαγός — ολιγόσιτος — κατάσταση — γαμώ — μιμόρχημα — ημιεπίσημος — διηλεκτρικότητα — παραμητρικός — δακρυϊκός — πεθαμένα — επακτή — γερο- — σκόπιμα — γράδο — γιαπράκια — ελαιοτριβείο — χρεωλύσιο |
|||