|
мор. носовой (о якоре) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово носовой? — υπόπρωρος как с (ново)греческого переводится слово υπόπρωρος? — носовой — άγλυκαστος — ρολόϊ — διευκρινίζω — χαλιμά — εγκαθιστώμαι — ευκλείδειος — αεροκοπανίζω — αμαλγαμάτωση — αιτιώδης — κουρκούτι — περιτυλίσσω — έκκεντρος — νέφωση — χορταίνω — πηνίο — ευπραγία — έκδηλος — παραλλαγή — νέγρικος — προγραφή — απειλητικός |
|||