|
ο космонавт; η στολή τού ~η — одежда космонавта; τό σκάφανδρο τού ~η — скафандр космонавта #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово космонавт? — κοσμοναύτης как с (ново)греческого переводится слово κοσμοναύτης? — космонавт — χωριστά — επίσχεση — ψιλογνέθω — γρίπος — αλέπιστος — συνδικαλισμός — ασύρραπτος — αυτοσχεδίαση — προσωμίδα — κωλιά — χρεωλυτικώς — ανεμόσκαλα — λεμονόστυμμα — ρακιτζοκάζανο — παρασιωπάω — ρινολογία — πονηράδα — παρασκευή — υδατογόνος — εξελεγκτέος — γαιανθρακοποίηση |
|||