Новогреческий словарь
λειομύωμα
λειομύωμα
το
новообразование, опухоль
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
новообразование
? —
λειομύωμα
как на
(ново)греческом
будет слово
опухоль
? —
λειομύωμα
как с
(ново)греческого
переводится слово
λειομύωμα
? — новообразование, опухоль
#
(ново)греческий словарь
—
γονόκοκκος
—
ομόδικος
—
απάγγιο
—
τίς
—
μιαρότητα
—
εντάσσω
—
ξεκαβαλικεύω
—
ανεπίβατος
—
τεκμηριωτικός
—
ολομέταξος
—
αντισπασμωδικός
—
αξυλοκόπητος
—
αρχαιρεσίες
—
τυροδοχείο
—
χεράκι
—
προγονολάτρης
—
γλιστριά
—
αλτρουίστρια
—
ξομολόγος
—
κατάβραχα
—
πηλήκιο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω