|
το новообразование, опухоль #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово новообразование? — λειομύωμα как на (ново)греческом будет слово опухоль? — λειομύωμα как с (ново)греческого переводится слово λειομύωμα? — новообразование, опухоль — απόκοττα — στρίποδο — μελετάω — γεωπονική — αί — υαλοπώλης — εκπατρίζω — αντικαπιταλισμός — κατεύθυνση — πυορροώ — ιπποφαγία — ρέγγος — υπόβλημα — χαρτένιος — διαχείμανση — χώμος — ερίφης — μισανοικτός — ανεξασθένητος — ανεπιχείρητος — πτερύγωμα |
|||