|
ο испольщик #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово испольщик? — μεσιακάρης как с (ново)греческого переводится слово μεσιακάρης? — испольщик — βραγχιακός — αδέλφι — πρωτοχρονιά — συνωστισμός — αηδονόφωνος — ψώλαρος — είναι — πρωτοπόρος — βρομοσέντο — λοχείος — αχτή — αλατοφόρος — νοώ — καβούκι — κενοτάφιο — βραδινό — σαραντάμερο — αναθυμίαση — κέλυφος — πλατύγυρος — ψιλοκάμωμα |
|||