|
(-αρος) τό анат. тенар #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово тенар? — θένορ как с (ново)греческого переводится слово θένορ? — тенар — ζωνοσκώληκες — διέξοδος — καμαρωτά — προτείνω — αψιδιά — αφιλόξενα — ρουσφετολόγος — αναδίπλωση — γυναικομάζωμα — δολίζω — απρόσθετος — καστανιά — πεντακόσια — εγχύσιμος — αυλή — σπηλαιόβιος — άπιστος — παρατήρηση — ευανθής — παρεκτείνω — αγκομαχώ |
|||